- σύνωρος
- -η, -ο, Ν(στον Ερωτόκρ.) αυτός που μόλις πριν από λίγο έγινε, πρόσφατος («το πράμα είναι σύνωρο, κι ακόμ' οι πονεμένοι είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί και μαυροφορεμένοι»).επίρρ...σύνωρα Ν1. ἔγκαιρα, επίκαιρα2. ταυτόχρονα3. πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ωρος (< ώρα), πρβλ. πάρ-ωρος].
Dictionary of Greek. 2013.